- σιδερόφρακτος
- η , ο огороженный железной сеткой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιδερόφρακτος — η, ο, Ν βλ. σιδηρόφρακτος … Dictionary of Greek
σιδηρόφρακτος — και σιδερόφρακτος και σιδερόφραχτος, η, ο, Ν 1. φραγμένος με σιδερένιο πλέγμα, με σιδερένια κάγκελα 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που φορεί σιδερένια πανοπλία ή ο βαριά οπλισμένος, πάνοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * / σιδερο + φρακτός / φραχτός (<… … Dictionary of Greek